- τοίχιος
- τοίχ-ιος, α, ον,A of a wall,
παραστάματα BCH20.324
(Lebad.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραστάματα BCH20.324
(Lebad.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοίχιος — ία, ον, Α [τοῑχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τοίχο … Dictionary of Greek
τοιχίων — τοίχιος of a wall fem gen pl τοίχιος of a wall masc/neut gen pl τοιχίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχίοις — τοίχιος of a wall masc/neut dat pl τοιχίον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχίου — τοίχιος of a wall masc/neut gen sg τοιχίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)